- ῥισκοφύλαξ
- ῥισκο-φύλαξ [ῠ], ᾰκος, ὁ,A treasurer,
ῥ. ἐν Περγάμῳ Sardis 7(1).4
(ii B.C.), cf. Aristeas 33.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥ. ἐν Περγάμῳ Sardis 7(1).4
(ii B.C.), cf. Aristeas 33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ρισκοφύλαξ — ακος, ὁ, Α θησαυροφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίσκος «κιβώτιο» + φύλαξ (πρβλ. θησαυρο φύλαξ)] … Dictionary of Greek
ῥισκοφύλακας — ῥισκοφύλαξ treasurer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρισκοφυλάκιον — τὸ, Α [ῥισκοφύλαξ] θησαυροφυλάκιο … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek